- καταγραφήν
- καταγραφήdrawingfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… … Dictionary of Greek
CHARTULARIUS — in Ecclesia Romana, idem cum Chartophylace, sed minoris aestimationis: Certe in Gloss. Graeco Lat. Chartularius χαρτοφύλαξ exponitur. Nec mitum quum is; qui Commentariensis vice fungitur, idem et Chartophylacis munus obeat, et Chartas suas servet … Hofmann J. Lexicon universale